κεραυνόπληκτος

κεραυνόπληκτος
-η, -ο (ΑΜ κεραυνόπληκτος, -ον)
ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόβλητος
νεοελλ.
μτφ. κατάπληκτος, εμβρόντητος («όταν τό άκουσα έμεινα κεραυνόπληκτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θεό-πληκτος, θηριό-πληκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεραυνοπληξία — η [κεραυνόπληκτος] ιατρ. άμεση συνέπεια ηλεκτρικής εκκένωσης τής ατμόσφαιρας, με τη μορφή κεραυνού, στο ανθρώπινο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνόπληκτος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lighthing flash syndrome] …   Dictionary of Greek

  • διόβλητος — διόβλητος, ον και διοβλής, ( ῆτος), ο, η (AM) ο χτυπημένος από τον Δία, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + βλητος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • εμβρονταίος — ἐμβρονταῑος, α, ον (Α) χτυπημένος από βροντή, κεραυνόπληκτος …   Dictionary of Greek

  • εμβρόντητος — η, ο (AM ἐμβρόντητος, ον) κατάπληκτος, σαστισμένος σαν να τόν χτύπησε κεραυνός αρχ. 1. κεραυνόπληκτος, χτυπημένος από κεραυνό 2. τρελός 3. (για ιδέα) παράλογος 4. βλάκας, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίδραση («ἠλιθίους και ἐμβρόντητους») …   Dictionary of Greek

  • ενηλύσιος — ἐνηλύσιος, ον (Α) [ηλύσιος] 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος, εμβρόντητος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνηλύσια (χωρία) τόποι που καθιερώθηκαν ως άβατοι, ιεροί από πτώση κεραυνού …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοπλήξ — κεραυνοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. αλι πλήξ, βου πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνόβλητος — η, ο (Α κεραυνόβλητος, ον) ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περί βλητος, ποθό βλητος] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

  • κεραύνιος — α, ο (ΑΜ κεραύνιος, ία ον, Α καί ος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος 2. κεραύνειος* 3. το αρσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”